αξιο- (axio-, “worthy, deserving”) + λύπη (lýpi, “sorrow, sadness”) + -τος (-tos). First attested 1817.
αξιολύπητος • (axiolýpitos) m (feminine αξιολύπητη, neuter αξιολύπητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξιολύπητος • | αξιολύπητη • | αξιολύπητο • | αξιολύπητοι • | αξιολύπητες • | αξιολύπητα • |
genitive | αξιολύπητου • | αξιολύπητης • | αξιολύπητου • | αξιολύπητων • | αξιολύπητων • | αξιολύπητων • |
accusative | αξιολύπητο • | αξιολύπητη • | αξιολύπητο • | αξιολύπητους • | αξιολύπητες • | αξιολύπητα • |
vocative | αξιολύπητε • | αξιολύπητη • | αξιολύπητο • | αξιολύπητοι • | αξιολύπητες • | αξιολύπητα • |