αξιοπεριφρόνητος • (axioperifrónitos) m (feminine αξιοπεριφρόνητη, neuter αξιοπεριφρόνητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιοπεριφρόνητος (axioperifrónitos) | αξιοπεριφρόνητη (axioperifróniti) | αξιοπεριφρόνητο (axioperifrónito) | αξιοπεριφρόνητοι (axioperifrónitoi) | αξιοπεριφρόνητες (axioperifrónites) | αξιοπεριφρόνητα (axioperifrónita) | |
genitive | αξιοπεριφρόνητου (axioperifrónitou) | αξιοπεριφρόνητης (axioperifrónitis) | αξιοπεριφρόνητου (axioperifrónitou) | αξιοπεριφρόνητων (axioperifróniton) | αξιοπεριφρόνητων (axioperifróniton) | αξιοπεριφρόνητων (axioperifróniton) | |
accusative | αξιοπεριφρόνητο (axioperifrónito) | αξιοπεριφρόνητη (axioperifróniti) | αξιοπεριφρόνητο (axioperifrónito) | αξιοπεριφρόνητους (axioperifrónitous) | αξιοπεριφρόνητες (axioperifrónites) | αξιοπεριφρόνητα (axioperifrónita) | |
vocative | αξιοπεριφρόνητε (axioperifrónite) | αξιοπεριφρόνητη (axioperifróniti) | αξιοπεριφρόνητο (axioperifrónito) | αξιοπεριφρόνητοι (axioperifrónitoi) | αξιοπεριφρόνητες (axioperifrónites) | αξιοπεριφρόνητα (axioperifrónita) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοπεριφρόνητος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοπεριφρόνητος, etc.)