Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αξιοποιώ. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αξιοποιώ, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αξιοποιώ in singular and plural. Everything you need to know about the word
αξιοποιώ you have here. The definition of the word
αξιοποιώ will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αξιοποιώ, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly from αξιο- (axio-) + -ποιώ (-poió), a calque of French mettre en valeur.[1]
Verb
αξιοποιώ • (axiopoió) (past αξιοποίησα, passive αξιοποιούμαι, ppp αξιοποιημένος)
- to utilise (UK), utilize (US)
- to exploit, develop
Conjugation
αξιοποιώ, αξιοποιούμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αξιοποιώ
|
αξιοποιήσω
|
αξιοποιούμαι
|
αξιοποιηθώ
|
2 sg
|
αξιοποιείς
|
αξιοποιήσεις
|
αξιοποιείσαι
|
αξιοποιηθείς
|
3 sg
|
αξιοποιεί
|
αξιοποιήσει
|
αξιοποιείται
|
αξιοποιηθεί
|
|
1 pl
|
αξιοποιούμε
|
αξιοποιήσουμε, [-ομε]
|
αξιοποιούμαστε, αξιοποιόμαστε
|
αξιοποιηθούμε
|
2 pl
|
αξιοποιείτε
|
αξιοποιήσετε
|
αξιοποιείστε, (αξιοποιόσαστε)
|
αξιοποιηθείτε
|
3 pl
|
αξιοποιούν(ε)
|
αξιοποιήσουν(ε)
|
αξιοποιούνται
|
αξιοποιηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αξιοποιούσα
|
αξιοποίησα
|
αξιοποιούμουν(α), αξιοποιόμουν(α)
|
αξιοποιήθηκα
|
2 sg
|
αξιοποιούσες
|
αξιοποίησες
|
[αξιοποιούσουν(α)], αξιοποιόσουν(α)
|
αξιοποιήθηκες
|
3 sg
|
αξιοποιούσε
|
αξιοποίησε
|
αξιοποιούνταν, αξιοποιόταν(ε), {αξιοποιείτο}
|
αξιοποιήθηκε
|
|
1 pl
|
αξιοποιούσαμε
|
αξιοποιήσαμε
|
αξιοποιούμασταν, (‑ούμαστε), αξιοποιόμασταν, (‑όμαστε)
|
αξιοποιηθήκαμε
|
2 pl
|
αξιοποιούσατε
|
αξιοποιήσατε
|
[αξιοποιούσασταν, (‑ούσαστε)], αξιοποιόσασταν, (‑όσαστε)
|
αξιοποιηθήκατε
|
3 pl
|
αξιοποιούσαν(ε)
|
αξιοποίησαν, αξιοποιήσαν(ε)
|
αξιοποιούνταν, αξιοποιόνταν(ε), (αξιοποιόντουσαν), {αξιοποιούντο}
|
αξιοποιήθηκαν, αξιοποιηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αξιοποιώ ➤
|
θα αξιοποιήσω ➤
|
θα αξιοποιούμαι ➤
|
θα αξιοποιηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αξιοποιείς, …
|
θα αξιοποιήσεις, …
|
θα αξιοποιείσαι, …
|
θα αξιοποιηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αξιοποιήσει έχω, έχεις, … αξιοποιημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αξιοποιηθεί είμαι, είσαι, … αξιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αξιοποιήσει είχα, είχες, … αξιοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αξιοποιηθεί ήμουν, ήσουν, … αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιήσει θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αξιοποιηθεί θα είμαι, θα είσαι, … αξιοποιημένος , ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
—
|
αξιοποίησε
|
—
|
αξιοποιήσου
|
2 pl
|
αξιοποιείτε
|
αξιοποιήστε
|
αξιοποιείστε
|
αξιοποιηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αξιοποιώντας ➤
|
αξιοποιούμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αξιοποιήσει ➤
|
αξιοποιημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αξιοποιήσει
|
αξιοποιηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
References