αξιό- (axió-, “worthy, deserving”) + πίστη (písti, “faith, belief”).
αξιόπιστος • (axiópistos) m (feminine αξιόπιστη, neuter αξιόπιστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αξιόπιστος (axiópistos) | αξιόπιστη (axiópisti) | αξιόπιστο (axiópisto) | αξιόπιστοι (axiópistoi) | αξιόπιστες (axiópistes) | αξιόπιστα (axiópista) | |
genitive | αξιόπιστου (axiópistou) | αξιόπιστης (axiópistis) | αξιόπιστου (axiópistou) | αξιόπιστων (axiópiston) | αξιόπιστων (axiópiston) | αξιόπιστων (axiópiston) | |
accusative | αξιόπιστο (axiópisto) | αξιόπιστη (axiópisti) | αξιόπιστο (axiópisto) | αξιόπιστους (axiópistous) | αξιόπιστες (axiópistes) | αξιόπιστα (axiópista) | |
vocative | αξιόπιστε (axiópiste) | αξιόπιστη (axiópisti) | αξιόπιστο (axiópisto) | αξιόπιστοι (axiópistoi) | αξιόπιστες (axiópistes) | αξιόπιστα (axiópista) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιόπιστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιόπιστος, etc.)