αξολόθρευτος • (axolóthreftos) m (feminine αξολόθρευτη, neuter αξολόθρευτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αξολόθρευτος • | αξολόθρευτη • | αξολόθρευτο • | αξολόθρευτοι • | αξολόθρευτες • | αξολόθρευτα • |
genitive | αξολόθρευτου • | αξολόθρευτης • | αξολόθρευτου • | αξολόθρευτων • | αξολόθρευτων • | αξολόθρευτων • |
accusative | αξολόθρευτο • | αξολόθρευτη • | αξολόθρευτο • | αξολόθρευτους • | αξολόθρευτες • | αξολόθρευτα • |
vocative | αξολόθρευτε • | αξολόθρευτη • | αξολόθρευτο • | αξολόθρευτοι • | αξολόθρευτες • | αξολόθρευτα • |