απαιτητικότητα • (apaititikótita) f (uncountable)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απαιτητικότητα (apaititikótita) | απαιτητικότητες (apaititikótites) |
genitive | απαιτητικότητας (apaititikótitas) | απαιτητικοτήτων (apaititikotíton) |
accusative | απαιτητικότητα (apaititikótita) | απαιτητικότητες (apaititikótites) |
vocative | απαιτητικότητα (apaititikótita) | απαιτητικότητες (apaititikótites) |