απαιτητικός • (apaititikós) m (feminine απαιτητική, neuter απαιτητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαιτητικός (apaititikós) | απαιτητική (apaititikí) | απαιτητικό (apaititikó) | απαιτητικοί (apaititikoí) | απαιτητικές (apaititikés) | απαιτητικά (apaititiká) | |
genitive | απαιτητικού (apaititikoú) | απαιτητικής (apaititikís) | απαιτητικού (apaititikoú) | απαιτητικών (apaititikón) | απαιτητικών (apaititikón) | απαιτητικών (apaititikón) | |
accusative | απαιτητικό (apaititikó) | απαιτητική (apaititikí) | απαιτητικό (apaititikó) | απαιτητικούς (apaititikoús) | απαιτητικές (apaititikés) | απαιτητικά (apaititiká) | |
vocative | απαιτητικέ (apaititiké) | απαιτητική (apaititikí) | απαιτητικό (apaititikó) | απαιτητικοί (apaititikoí) | απαιτητικές (apaititikés) | απαιτητικά (apaititiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαιτητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαιτητικός, etc.)