Present participle of απαιτούμαι (apaitoúmai), passive voice of απαιτώ (apaitó, “I demand”)
απαιτούμενος • (apaitoúmenos) m (feminine απαιτούμενη, neuter απαιτούμενο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απαιτούμενος (apaitoúmenos) | απαιτούμενη (apaitoúmeni) | απαιτούμενο (apaitoúmeno) | απαιτούμενοι (apaitoúmenoi) | απαιτούμενες (apaitoúmenes) | απαιτούμενα (apaitoúmena) | |
genitive | απαιτούμενου (apaitoúmenou) | απαιτούμενης (apaitoúmenis) | απαιτούμενου (apaitoúmenou) | απαιτούμενων (apaitoúmenon) | απαιτούμενων (apaitoúmenon) | απαιτούμενων (apaitoúmenon) | |
accusative | απαιτούμενο (apaitoúmeno) | απαιτούμενη (apaitoúmeni) | απαιτούμενο (apaitoúmeno) | απαιτούμενους (apaitoúmenous) | απαιτούμενες (apaitoúmenes) | απαιτούμενα (apaitoúmena) | |
vocative | απαιτούμενε (apaitoúmene) | απαιτούμενη (apaitoúmeni) | απαιτούμενο (apaitoúmeno) | απαιτούμενοι (apaitoúmenoi) | απαιτούμενες (apaitoúmenes) | απαιτούμενα (apaitoúmena) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απαιτούμενος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απαιτούμενος, etc.)