απαλλακτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαλλακτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαλλακτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαλλακτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word απαλλακτικός you have here. The definition of the word απαλλακτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαλλακτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Adjective

απαλλακτικός (apallaktikósm (feminine απαλλακτική, neuter απαλλακτικό)

  1. not guilty, exonerating, exonerative

Declension

Declension of απαλλακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαλλακτικός (apallaktikós) απαλλακτική (apallaktikí) απαλλακτικό (apallaktikó) απαλλακτικοί (apallaktikoí) απαλλακτικές (apallaktikés) απαλλακτικά (apallaktiká)
genitive απαλλακτικού (apallaktikoú) απαλλακτικής (apallaktikís) απαλλακτικού (apallaktikoú) απαλλακτικών (apallaktikón) απαλλακτικών (apallaktikón) απαλλακτικών (apallaktikón)
accusative απαλλακτικό (apallaktikó) απαλλακτική (apallaktikí) απαλλακτικό (apallaktikó) απαλλακτικούς (apallaktikoús) απαλλακτικές (apallaktikés) απαλλακτικά (apallaktiká)
vocative απαλλακτικέ (apallaktiké) απαλλακτική (apallaktikí) απαλλακτικό (apallaktikó) απαλλακτικοί (apallaktikoí) απαλλακτικές (apallaktikés) απαλλακτικά (apallaktiká)