απαράγγελτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαράγγελτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαράγγελτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαράγγελτος in singular and plural. Everything you need to know about the word απαράγγελτος you have here. The definition of the word απαράγγελτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαράγγελτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απαράγγελτος (aparángeltosm (feminine απαράγγελτη, neuter απαράγγελτο)

  1. not ordered, not requested
  2. uninvited

Declension

Declension of απαράγγελτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαράγγελτος (aparángeltos) απαράγγελτη (aparángelti) απαράγγελτο (aparángelto) απαράγγελτοι (aparángeltoi) απαράγγελτες (aparángeltes) απαράγγελτα (aparángelta)
genitive απαράγγελτου (aparángeltou) απαράγγελτης (aparángeltis) απαράγγελτου (aparángeltou) απαράγγελτων (aparángelton) απαράγγελτων (aparángelton) απαράγγελτων (aparángelton)
accusative απαράγγελτο (aparángelto) απαράγγελτη (aparángelti) απαράγγελτο (aparángelto) απαράγγελτους (aparángeltous) απαράγγελτες (aparángeltes) απαράγγελτα (aparángelta)
vocative απαράγγελτε (aparángelte) απαράγγελτη (aparángelti) απαράγγελτο (aparángelto) απαράγγελτοι (aparángeltoi) απαράγγελτες (aparángeltes) απαράγγελτα (aparángelta)