απαράγραπτος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαράγραπτος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαράγραπτος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαράγραπτος in singular and plural. Everything you need to know about the word απαράγραπτος you have here. The definition of the word απαράγραπτος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαράγραπτος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Adjective

απαράγραπτος (aparágraptosm (feminine απαράγραπτή, neuter απαράγραπτο)

  1. inalienable
    Synonym: αναφαίρετος (anafaíretos)
  2. (law) imprescriptible

Declension

Declension of απαράγραπτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαράγραπτος (aparágraptos) απαράγραπτη (aparágrapti) απαράγραπτο (aparágrapto) απαράγραπτοι (aparágraptoi) απαράγραπτες (aparágraptes) απαράγραπτα (aparágrapta)
genitive απαράγραπτου (aparágraptou) απαράγραπτης (aparágraptis) απαράγραπτου (aparágraptou) απαράγραπτων (aparágrapton) απαράγραπτων (aparágrapton) απαράγραπτων (aparágrapton)
accusative απαράγραπτο (aparágrapto) απαράγραπτη (aparágrapti) απαράγραπτο (aparágrapto) απαράγραπτους (aparágraptous) απαράγραπτες (aparágraptes) απαράγραπτα (aparágrapta)
vocative απαράγραπτε (aparágrapte) απαράγραπτη (aparágrapti) απαράγραπτο (aparágrapto) απαράγραπτοι (aparágraptoi) απαράγραπτες (aparágraptes) απαράγραπτα (aparágrapta)