From Koine Greek ἀναφαίρετος (anaphaíretos). By surface analysis, αν- (an-, α- privative) + αφαιρώ (afairó, “subtract”) + -τος (-tos).
αναφαίρετος • (anafaíretos) m
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αναφαίρετος • | αναφαίρετη • | αναφαίρετο • | αναφαίρετοι • | αναφαίρετες • | αναφαίρετα • |
genitive | αναφαίρετου • | αναφαίρετης • | αναφαίρετου • | αναφαίρετων • | αναφαίρετων • | αναφαίρετων • |
accusative | αναφαίρετο • | αναφαίρετη • | αναφαίρετο • | αναφαίρετους • | αναφαίρετες • | αναφαίρετα • |
vocative | αναφαίρετε • | αναφαίρετη • | αναφαίρετο • | αναφαίρετοι • | αναφαίρετες • | αναφαίρετα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αναφαίρετος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αναφαίρετος, etc.) |