απαρακίνητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απαρακίνητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απαρακίνητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απαρακίνητος in singular and plural. Everything you need to know about the word απαρακίνητος you have here. The definition of the word απαρακίνητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπαρακίνητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απαρακίνητος (aparakínitosm (feminine απαρακίνητη, neuter απαρακίνητο)

  1. not urged on, not spurred on
  2. spontaneous

Declension

Declension of απαρακίνητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαρακίνητος (aparakínitos) απαρακίνητη (aparakíniti) απαρακίνητο (aparakínito) απαρακίνητοι (aparakínitoi) απαρακίνητες (aparakínites) απαρακίνητα (aparakínita)
genitive απαρακίνητου (aparakínitou) απαρακίνητης (aparakínitis) απαρακίνητου (aparakínitou) απαρακίνητων (aparakíniton) απαρακίνητων (aparakíniton) απαρακίνητων (aparakíniton)
accusative απαρακίνητο (aparakínito) απαρακίνητη (aparakíniti) απαρακίνητο (aparakínito) απαρακίνητους (aparakínitous) απαρακίνητες (aparakínites) απαρακίνητα (aparakínita)
vocative απαρακίνητε (aparakínite) απαρακίνητη (aparakíniti) απαρακίνητο (aparakínito) απαρακίνητοι (aparakínitoi) απαρακίνητες (aparakínites) απαρακίνητα (aparakínita)