απαρατήρητος • (aparatíritos) m (feminine απαρατήρητη, neuter απαρατήρητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απαρατήρητος • | απαρατήρητη • | απαρατήρητο • | απαρατήρητοι • | απαρατήρητες • | απαρατήρητα • |
genitive | απαρατήρητου • | απαρατήρητης • | απαρατήρητου • | απαρατήρητων • | απαρατήρητων • | απαρατήρητων • |
accusative | απαρατήρητο • | απαρατήρητη • | απαρατήρητο • | απαρατήρητους • | απαρατήρητες • | απαρατήρητα • |
vocative | απαρατήρητε • | απαρατήρητη • | απαρατήρητο • | απαρατήρητοι • | απαρατήρητες • | απαρατήρητα • |