απεικονιστικός • (apeikonistikós) m (feminine απεικονιστική, neuter απεικονιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απεικονιστικός (apeikonistikós) | απεικονιστική (apeikonistikí) | απεικονιστικό (apeikonistikó) | απεικονιστικοί (apeikonistikoí) | απεικονιστικές (apeikonistikés) | απεικονιστικά (apeikonistiká) | |
genitive | απεικονιστικού (apeikonistikoú) | απεικονιστικής (apeikonistikís) | απεικονιστικού (apeikonistikoú) | απεικονιστικών (apeikonistikón) | απεικονιστικών (apeikonistikón) | απεικονιστικών (apeikonistikón) | |
accusative | απεικονιστικό (apeikonistikó) | απεικονιστική (apeikonistikí) | απεικονιστικό (apeikonistikó) | απεικονιστικούς (apeikonistikoús) | απεικονιστικές (apeikonistikés) | απεικονιστικά (apeikonistiká) | |
vocative | απεικονιστικέ (apeikonistiké) | απεικονιστική (apeikonistikí) | απεικονιστικό (apeikonistikó) | απεικονιστικοί (apeikonistikoí) | απεικονιστικές (apeikonistikés) | απεικονιστικά (apeikonistiká) |