απειλητικός • (apeilitikós) m (feminine απειλητική, neuter απειλητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απειλητικός (apeilitikós) | απειλητική (apeilitikí) | απειλητικό (apeilitikó) | απειλητικοί (apeilitikoí) | απειλητικές (apeilitikés) | απειλητικά (apeilitiká) | |
genitive | απειλητικού (apeilitikoú) | απειλητικής (apeilitikís) | απειλητικού (apeilitikoú) | απειλητικών (apeilitikón) | απειλητικών (apeilitikón) | απειλητικών (apeilitikón) | |
accusative | απειλητικό (apeilitikó) | απειλητική (apeilitikí) | απειλητικό (apeilitikó) | απειλητικούς (apeilitikoús) | απειλητικές (apeilitikés) | απειλητικά (apeilitiká) | |
vocative | απειλητικέ (apeilitiké) | απειλητική (apeilitikí) | απειλητικό (apeilitikó) | απειλητικοί (apeilitikoí) | απειλητικές (apeilitikés) | απειλητικά (apeilitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απειλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απειλητικός, etc.)