απειλητικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απειλητικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απειλητικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απειλητικός in singular and plural. Everything you need to know about the word απειλητικός you have here. The definition of the word απειλητικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπειλητικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απειλητικός (apeilitikósm (feminine απειλητική, neuter απειλητικό)

  1. intimidating, threatening, menacing
    Synonym: εκφοβιστικός (ekfovistikós)

Declension

Declension of απειλητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απειλητικός (apeilitikós) απειλητική (apeilitikí) απειλητικό (apeilitikó) απειλητικοί (apeilitikoí) απειλητικές (apeilitikés) απειλητικά (apeilitiká)
genitive απειλητικού (apeilitikoú) απειλητικής (apeilitikís) απειλητικού (apeilitikoú) απειλητικών (apeilitikón) απειλητικών (apeilitikón) απειλητικών (apeilitikón)
accusative απειλητικό (apeilitikó) απειλητική (apeilitikí) απειλητικό (apeilitikó) απειλητικούς (apeilitikoús) απειλητικές (apeilitikés) απειλητικά (apeilitiká)
vocative απειλητικέ (apeilitiké) απειλητική (apeilitikí) απειλητικό (apeilitikó) απειλητικοί (apeilitikoí) απειλητικές (apeilitikés) απειλητικά (apeilitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απειλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απειλητικός, etc.)