αποβουτυρωμένος • (apovoutyroménos) m (feminine αποβουτυρωμένη, neuter αποβουτυρωμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποβουτυρωμένος (apovoutyroménos) | αποβουτυρωμένη (apovoutyroméni) | αποβουτυρωμένο (apovoutyroméno) | αποβουτυρωμένοι (apovoutyroménoi) | αποβουτυρωμένες (apovoutyroménes) | αποβουτυρωμένα (apovoutyroména) | |
genitive | αποβουτυρωμένου (apovoutyroménou) | αποβουτυρωμένης (apovoutyroménis) | αποβουτυρωμένου (apovoutyroménou) | αποβουτυρωμένων (apovoutyroménon) | αποβουτυρωμένων (apovoutyroménon) | αποβουτυρωμένων (apovoutyroménon) | |
accusative | αποβουτυρωμένο (apovoutyroméno) | αποβουτυρωμένη (apovoutyroméni) | αποβουτυρωμένο (apovoutyroméno) | αποβουτυρωμένους (apovoutyroménous) | αποβουτυρωμένες (apovoutyroménes) | αποβουτυρωμένα (apovoutyroména) | |
vocative | αποβουτυρωμένε (apovoutyroméne) | αποβουτυρωμένη (apovoutyroméni) | αποβουτυρωμένο (apovoutyroméno) | αποβουτυρωμένοι (apovoutyroménoi) | αποβουτυρωμένες (apovoutyroménes) | αποβουτυρωμένα (apovoutyroména) |