αποβουτυρωμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποβουτυρωμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποβουτυρωμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποβουτυρωμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word αποβουτυρωμένος you have here. The definition of the word αποβουτυρωμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποβουτυρωμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποβουτυρωμένος (apovoutyroménosm (feminine αποβουτυρωμένη, neuter αποβουτυρωμένο)

  1. skimmed (especially milk)

Declension

Declension of αποβουτυρωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποβουτυρωμένος (apovoutyroménos) αποβουτυρωμένη (apovoutyroméni) αποβουτυρωμένο (apovoutyroméno) αποβουτυρωμένοι (apovoutyroménoi) αποβουτυρωμένες (apovoutyroménes) αποβουτυρωμένα (apovoutyroména)
genitive αποβουτυρωμένου (apovoutyroménou) αποβουτυρωμένης (apovoutyroménis) αποβουτυρωμένου (apovoutyroménou) αποβουτυρωμένων (apovoutyroménon) αποβουτυρωμένων (apovoutyroménon) αποβουτυρωμένων (apovoutyroménon)
accusative αποβουτυρωμένο (apovoutyroméno) αποβουτυρωμένη (apovoutyroméni) αποβουτυρωμένο (apovoutyroméno) αποβουτυρωμένους (apovoutyroménous) αποβουτυρωμένες (apovoutyroménes) αποβουτυρωμένα (apovoutyroména)
vocative αποβουτυρωμένε (apovoutyroméne) αποβουτυρωμένη (apovoutyroméni) αποβουτυρωμένο (apovoutyroméno) αποβουτυρωμένοι (apovoutyroménoi) αποβουτυρωμένες (apovoutyroménes) αποβουτυρωμένα (apovoutyroména)