αποβουτύρωση • (apovoutýrosi) f (plural αποβουτυρώσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποβουτύρωση (apovoutýrosi) | αποβουτυρώσεις (apovoutyróseis) |
genitive | αποβουτύρωσης (apovoutýrosis) | αποβουτυρώσεων (apovoutyróseon) |
accusative | αποβουτύρωση (apovoutýrosi) | αποβουτυρώσεις (apovoutyróseis) |
vocative | αποβουτύρωση (apovoutýrosi) | αποβουτυρώσεις (apovoutyróseis) |
Older or formal genitive singular: αποβουτυρώσεως (apovoutyróseos)