Inherited from Byzantine Greek. By surface analysis, απογευματ- (stem of απόγευμα (apógevma)) + -ινός (-inós).[1]
απογευματινός • (apogevmatinós) m (feminine απογευματινή, neuter απογευματινό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απογευματινός • | απογευματινή • | απογευματινό • | απογευματινοί • | απογευματινές • | απογευματινά • |
genitive | απογευματινού • | απογευματινής • | απογευματινού • | απογευματινών • | απογευματινών • | απογευματινών • |
accusative | απογευματινό • | απογευματινή • | απογευματινό • | απογευματινούς • | απογευματινές • | απογευματινά • |
vocative | απογευματινέ • | απογευματινή • | απογευματινό • | απογευματινοί • | απογευματινές • | απογευματινά • |