απογοητευτικός • (apogoïteftikós) m (feminine απογοητευτική, neuter απογοητευτικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απογοητευτικός • | απογοητευτική • | απογοητευτικό • | απογοητευτικοί • | απογοητευτικές • | απογοητευτικά • |
genitive | απογοητευτικού • | απογοητευτικής • | απογοητευτικού • | απογοητευτικών • | απογοητευτικών • | απογοητευτικών • |
accusative | απογοητευτικό • | απογοητευτική • | απογοητευτικό • | απογοητευτικούς • | απογοητευτικές • | απογοητευτικά • |
vocative | απογοητευτικέ • | απογοητευτική • | απογοητευτικό • | απογοητευτικοί • | απογοητευτικές • | απογοητευτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απογοητευτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απογοητευτικός, etc.) |