Perfect passive participle of αποκάνω (apokáno) / αποκάμνω (apokámno), a verb without passive forms.
αποκαμωμένος • (apokamoménos) m (feminine αποκαμωμένη, neuter αποκαμωμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποκαμωμένος • | αποκαμωμένη • | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένοι • | αποκαμωμένες • | αποκαμωμένα • |
genitive | αποκαμωμένου • | αποκαμωμένης • | αποκαμωμένου • | αποκαμωμένων • | αποκαμωμένων • | αποκαμωμένων • |
accusative | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένη • | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένους • | αποκαμωμένες • | αποκαμωμένα • |
vocative | αποκαμωμένε • | αποκαμωμένη • | αποκαμωμένο • | αποκαμωμένοι • | αποκαμωμένες • | αποκαμωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκαμωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκαμωμένος, etc.) |