αποκλειστικός • (apokleistikós) m (feminine αποκλειστική, neuter αποκλειστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποκλειστικός (apokleistikós) | αποκλειστική (apokleistikí) | αποκλειστικό (apokleistikó) | αποκλειστικοί (apokleistikoí) | αποκλειστικές (apokleistikés) | αποκλειστικά (apokleistiká) | |
genitive | αποκλειστικού (apokleistikoú) | αποκλειστικής (apokleistikís) | αποκλειστικού (apokleistikoú) | αποκλειστικών (apokleistikón) | αποκλειστικών (apokleistikón) | αποκλειστικών (apokleistikón) | |
accusative | αποκλειστικό (apokleistikó) | αποκλειστική (apokleistikí) | αποκλειστικό (apokleistikó) | αποκλειστικούς (apokleistikoús) | αποκλειστικές (apokleistikés) | αποκλειστικά (apokleistiká) | |
vocative | αποκλειστικέ (apokleistiké) | αποκλειστική (apokleistikí) | αποκλειστικό (apokleistikó) | αποκλειστικοί (apokleistikoí) | αποκλειστικές (apokleistikés) | αποκλειστικά (apokleistiká) |