αποκλειστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποκλειστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποκλειστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποκλειστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αποκλειστικός you have here. The definition of the word αποκλειστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποκλειστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποκλειστικός (apokleistikósm (feminine αποκλειστική, neuter αποκλειστικό)

  1. exclusive, sole

Declension

Declension of αποκλειστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκλειστικός (apokleistikós) αποκλειστική (apokleistikí) αποκλειστικό (apokleistikó) αποκλειστικοί (apokleistikoí) αποκλειστικές (apokleistikés) αποκλειστικά (apokleistiká)
genitive αποκλειστικού (apokleistikoú) αποκλειστικής (apokleistikís) αποκλειστικού (apokleistikoú) αποκλειστικών (apokleistikón) αποκλειστικών (apokleistikón) αποκλειστικών (apokleistikón)
accusative αποκλειστικό (apokleistikó) αποκλειστική (apokleistikí) αποκλειστικό (apokleistikó) αποκλειστικούς (apokleistikoús) αποκλειστικές (apokleistikés) αποκλειστικά (apokleistiká)
vocative αποκλειστικέ (apokleistiké) αποκλειστική (apokleistikí) αποκλειστικό (apokleistikó) αποκλειστικοί (apokleistikoí) αποκλειστικές (apokleistikés) αποκλειστικά (apokleistiká)