απολίτικος • (apolítikos) m (feminine απολίτικη, neuter απολίτικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολίτικος • | απολίτικη • | απολίτικο • | απολίτικοι • | απολίτικες • | απολίτικα • |
genitive | απολίτικου • | απολίτικης • | απολίτικου • | απολίτικων • | απολίτικων • | απολίτικων • |
accusative | απολίτικο • | απολίτικη • | απολίτικο • | απολίτικους • | απολίτικες • | απολίτικα • |
vocative | απολίτικε • | απολίτικη • | απολίτικο • | απολίτικοι • | απολίτικες • | απολίτικα • |