απολιτικός • (apolitikós) m (feminine απολιτική, neuter αντιπολιτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπολιτικός (antipolitikós) | αντιπολιτική (antipolitikí) | αντιπολιτικό (antipolitikó) | αντιπολιτικοί (antipolitikoí) | αντιπολιτικές (antipolitikés) | αντιπολιτικά (antipolitiká) | |
genitive | αντιπολιτικού (antipolitikoú) | αντιπολιτικής (antipolitikís) | αντιπολιτικού (antipolitikoú) | αντιπολιτικών (antipolitikón) | αντιπολιτικών (antipolitikón) | αντιπολιτικών (antipolitikón) | |
accusative | αντιπολιτικό (antipolitikó) | αντιπολιτική (antipolitikí) | αντιπολιτικό (antipolitikó) | αντιπολιτικούς (antipolitikoús) | αντιπολιτικές (antipolitikés) | αντιπολιτικά (antipolitiká) | |
vocative | αντιπολιτικέ (antipolitiké) | αντιπολιτική (antipolitikí) | αντιπολιτικό (antipolitikó) | αντιπολιτικοί (antipolitikoí) | αντιπολιτικές (antipolitikés) | αντιπολιτικά (antipolitiká) |