απολύω (apolýo) + -τήριος (-tírios).
απολυτήριος • (apolytírios) m (feminine απολυτήρια, neuter απολυτήριο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | απολυτήριος • | απολυτήρια • | απολυτήριο • | απολυτήριοι • | απολυτήριες • | απολυτήρια • |
genitive | απολυτήριου • | απολυτήριας • | απολυτήριου • | απολυτήριων • | απολυτήριων • | απολυτήριων • |
accusative | απολυτήριο • | απολυτήρια • | απολυτήριο • | απολυτήριους • | απολυτήριες • | απολυτήρια • |
vocative | απολυτήριε • | απολυτήρια • | απολυτήριο • | απολυτήριοι • | απολυτήριες • | απολυτήρια • |