αποπλανητικός • (apoplanitikós) m (feminine αποπλανητική, neuter αποπλανητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποπλανητικός (apoplanitikós) | αποπλανητική (apoplanitikí) | αποπλανητικό (apoplanitikó) | αποπλανητικοί (apoplanitikoí) | αποπλανητικές (apoplanitikés) | αποπλανητικά (apoplanitiká) | |
genitive | αποπλανητικού (apoplanitikoú) | αποπλανητικής (apoplanitikís) | αποπλανητικού (apoplanitikoú) | αποπλανητικών (apoplanitikón) | αποπλανητικών (apoplanitikón) | αποπλανητικών (apoplanitikón) | |
accusative | αποπλανητικό (apoplanitikó) | αποπλανητική (apoplanitikí) | αποπλανητικό (apoplanitikó) | αποπλανητικούς (apoplanitikoús) | αποπλανητικές (apoplanitikés) | αποπλανητικά (apoplanitiká) | |
vocative | αποπλανητικέ (apoplanitiké) | αποπλανητική (apoplanitikí) | αποπλανητικό (apoplanitikó) | αποπλανητικοί (apoplanitikoí) | αποπλανητικές (apoplanitikés) | αποπλανητικά (apoplanitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποπλανητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποπλανητικός, etc.)