απορριμματοφόρος • (aporrimmatofóros) m (feminine απορριμματοφόρη, neuter απορριμματοφόρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros) | απορριμματοφόρη (aporrimmatofóri) | απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) | απορριμματοφόροι (aporrimmatofóroi) | απορριμματοφόρες (aporrimmatofóres) | απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra) | |
genitive | απορριμματοφόρου (aporrimmatofórou) | απορριμματοφόρης (aporrimmatofóris) | απορριμματοφόρου (aporrimmatofórou) | απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron) | απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron) | απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron) | |
accusative | απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) | απορριμματοφόρη (aporrimmatofóri) | απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) | απορριμματοφόρους (aporrimmatofórous) | απορριμματοφόρες (aporrimmatofóres) | απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra) | |
vocative | απορριμματοφόρε (aporrimmatofóre) | απορριμματοφόρη (aporrimmatofóri) | απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) | απορριμματοφόροι (aporrimmatofóroi) | απορριμματοφόρες (aporrimmatofóres) | απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra) |