απορριμματοφόρος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απορριμματοφόρος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απορριμματοφόρος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απορριμματοφόρος in singular and plural. Everything you need to know about the word απορριμματοφόρος you have here. The definition of the word απορριμματοφόρος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπορριμματοφόρος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απορριμματοφόρος (aporrimmatofórosm (feminine απορριμματοφόρη, neuter απορριμματοφόρο)

  1. rubbish, refuse, refuse carrying

Declension

Declension of απορριμματοφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros) απορριμματοφόρη (aporrimmatofóri) απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόροι (aporrimmatofóroi) απορριμματοφόρες (aporrimmatofóres) απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra)
genitive απορριμματοφόρου (aporrimmatofórou) απορριμματοφόρης (aporrimmatofóris) απορριμματοφόρου (aporrimmatofórou) απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron) απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron) απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron)
accusative απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόρη (aporrimmatofóri) απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόρους (aporrimmatofórous) απορριμματοφόρες (aporrimmatofóres) απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra)
vocative απορριμματοφόρε (aporrimmatofóre) απορριμματοφόρη (aporrimmatofóri) απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόροι (aporrimmatofóroi) απορριμματοφόρες (aporrimmatofóres) απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra)