Perfect participle of απορφανίζομαι (aporfanízomai), passive voice of απορφανίζω (aporfanízo).
απορφανισμένος • (aporfanisménos) m (feminine απορφανισμένη, neuter απορφανισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απορφανισμένος (aporfanisménos) | απορφανισμένη (aporfanisméni) | απορφανισμένο (aporfanisméno) | απορφανισμένοι (aporfanisménoi) | απορφανισμένες (aporfanisménes) | απορφανισμένα (aporfanisména) | |
genitive | απορφανισμένου (aporfanisménou) | απορφανισμένης (aporfanisménis) | απορφανισμένου (aporfanisménou) | απορφανισμένων (aporfanisménon) | απορφανισμένων (aporfanisménon) | απορφανισμένων (aporfanisménon) | |
accusative | απορφανισμένο (aporfanisméno) | απορφανισμένη (aporfanisméni) | απορφανισμένο (aporfanisméno) | απορφανισμένους (aporfanisménous) | απορφανισμένες (aporfanisménes) | απορφανισμένα (aporfanisména) | |
vocative | απορφανισμένε (aporfanisméne) | απορφανισμένη (aporfanisméni) | απορφανισμένο (aporfanisméno) | απορφανισμένοι (aporfanisménoi) | απορφανισμένες (aporfanisménes) | απορφανισμένα (aporfanisména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο απορφανισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο απορφανισμένος, etc.)