From Ancient Greek ἀποσείω (“shake off”).
αποσείω • (aposeío) (past απέσεισα/απόσεισα, passive αποσείομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | αποσείω | αποσείσω | αποσείομαι | αποσειστώ |
2 sg | αποσείεις | αποσείσεις | αποσείεσαι | αποσειστείς |
3 sg | αποσείει | αποσείσει | αποσείεται | αποσειστεί |
1 pl | αποσείουμε, [‑ομε] | αποσείσουμε, [‑ομε] | αποσειόμαστε | αποσειστούμε |
2 pl | αποσείετε | αποσείσετε | αποσείεστε, αποσειόσαστε | αποσειστείτε |
3 pl | αποσείουν(ε) | αποσείσουν(ε) | αποσείονται | αποσειστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | απέσεια | απέσεισα, απόσεισα1 | αποσειόμουν(α) | αποσείστηκα |
2 sg | απέσειες | απέσεισες, απόσεισες | αποσειόσουν(α) | αποσείστηκες |
3 sg | απέσειε | απέσεισε, απόσεισε | αποσειόταν(ε) | αποσείστηκε |
1 pl | αποσείαμε | αποσείσαμε | αποσειόμασταν, (‑όμαστε) | αποσειστήκαμε |
2 pl | αποσείατε | αποσείσατε | αποσειόσασταν, (‑όσαστε) | αποσειστήκατε |
3 pl | απέσειαν, αποσείαν(ε) | απέσεισαν, αποσείσαν(ε), απόσεισαν | αποσείονταν, (αποσειόντουσαν) | αποσείστηκαν, αποσειστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα αποσείω ➤ | θα αποσείσω ➤ | θα αποσείομαι ➤ | θα αποσειστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα αποσείεις, … | θα αποσείσεις, … | θα αποσείεσαι, … | θα αποσειστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … αποσείσει | έχω, έχεις, … αποσειστεί | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … αποσείσει | είχα, είχες, … αποσειστεί | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … αποσείσει | θα έχω, θα έχεις, … αποσειστεί | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | απόσειε | απόσεισε | — | αποσείσου |
2 pl | αποσείετε | αποσείστε | αποσείεστε | αποσειστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | αποσείοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας αποσείσει ➤ | — | ||
Nonfinite form➤ | αποσείσει | αποσειστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. The second simple past forms, without internal augment, are less common. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||