αποσταθεροποίηση • (apostatheropoíisi) f (plural αποσταθεροποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi) | αποσταθεροποιήσεις (apostatheropoiíseis) |
genitive | αποσταθεροποίησης (apostatheropoíisis) | αποσταθεροποιήσεων (apostatheropoiíseon) |
accusative | αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi) | αποσταθεροποιήσεις (apostatheropoiíseis) |
vocative | αποσταθεροποίηση (apostatheropoíisi) | αποσταθεροποιήσεις (apostatheropoiíseis) |
Older or formal genitive singular: αποσταθεροποιήσεως (apostatheropoiíseos)