σταθεροποίηση • (statheropoíisi) f (plural σταθεροποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταθεροποίηση (statheropoíisi) | σταθεροποιήσεις (statheropoiíseis) |
genitive | σταθεροποίησης (statheropoíisis) | σταθεροποιήσεων (statheropoiíseon) |
accusative | σταθεροποίηση (statheropoíisi) | σταθεροποιήσεις (statheropoiíseis) |
vocative | σταθεροποίηση (statheropoíisi) | σταθεροποιήσεις (statheropoiíseis) |
Older or formal genitive singular: σταθεροποιήσεως (statheropoiíseos)