αποσταθεροποιητικός • (apostatheropoiitikós) m (feminine αποσταθεροποιητική, neuter αποσταθεροποιητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποσταθεροποιητικός (apostatheropoiitikós) | αποσταθεροποιητική (apostatheropoiitikí) | αποσταθεροποιητικό (apostatheropoiitikó) | αποσταθεροποιητικοί (apostatheropoiitikoí) | αποσταθεροποιητικές (apostatheropoiitikés) | αποσταθεροποιητικά (apostatheropoiitiká) | |
genitive | αποσταθεροποιητικού (apostatheropoiitikoú) | αποσταθεροποιητικής (apostatheropoiitikís) | αποσταθεροποιητικού (apostatheropoiitikoú) | αποσταθεροποιητικών (apostatheropoiitikón) | αποσταθεροποιητικών (apostatheropoiitikón) | αποσταθεροποιητικών (apostatheropoiitikón) | |
accusative | αποσταθεροποιητικό (apostatheropoiitikó) | αποσταθεροποιητική (apostatheropoiitikí) | αποσταθεροποιητικό (apostatheropoiitikó) | αποσταθεροποιητικούς (apostatheropoiitikoús) | αποσταθεροποιητικές (apostatheropoiitikés) | αποσταθεροποιητικά (apostatheropoiitiká) | |
vocative | αποσταθεροποιητικέ (apostatheropoiitiké) | αποσταθεροποιητική (apostatheropoiitikí) | αποσταθεροποιητικό (apostatheropoiitikó) | αποσταθεροποιητικοί (apostatheropoiitikoí) | αποσταθεροποιητικές (apostatheropoiitikés) | αποσταθεροποιητικά (apostatheropoiitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποσταθεροποιητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποσταθεροποιητικός, etc.)