Perfect participle of αποστειρώνομαι (aposteirónomai), passive voice of αποστειρώνω (aposteiróno, “sterilise”)
αποστειρωμένος • (aposteiroménos) m (feminine αποστειρωμένη, neuter αποστειρωμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποστειρωμένος • | αποστειρωμένη • | αποστειρωμένο • | αποστειρωμένοι • | αποστειρωμένες • | αποστειρωμένα • |
genitive | αποστειρωμένου • | αποστειρωμένης • | αποστειρωμένου • | αποστειρωμένων • | αποστειρωμένων • | αποστειρωμένων • |
accusative | αποστειρωμένο • | αποστειρωμένη • | αποστειρωμένο • | αποστειρωμένους • | αποστειρωμένες • | αποστειρωμένα • |
vocative | αποστειρωμένε • | αποστειρωμένη • | αποστειρωμένο • | αποστειρωμένοι • | αποστειρωμένες • | αποστειρωμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποστειρωμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποστειρωμένος, etc.) |