Perfect passive participle of αποστρέφω (apostréfo), in the sense "turn waya, avert"
αποστραμμένος • (apostramménos) m (feminine αποστραμμένη, neuter αποστραμμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποστραμμένος • | αποστραμμένη • | αποστραμμένο • | αποστραμμένοι • | αποστραμμένες • | αποστραμμένα • |
genitive | αποστραμμένου • | αποστραμμένης • | αποστραμμένου • | αποστραμμένων • | αποστραμμένων • | αποστραμμένων • |
accusative | αποστραμμένο • | αποστραμμένη • | αποστραμμένο • | αποστραμμένους • | αποστραμμένες • | αποστραμμένα • |
vocative | αποστραμμένε • | αποστραμμένη • | αποστραμμένο • | αποστραμμένοι • | αποστραμμένες • | αποστραμμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποστραμμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποστραμμένος, etc.) |