αποταμιευτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποταμιευτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποταμιευτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποταμιευτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αποταμιευτικός you have here. The definition of the word αποταμιευτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποταμιευτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποταμιευτικός (apotamieftikósm (feminine αποταμιευτική, neuter αποταμιευτικό)

  1. (relating to) saving, savings
    αποταμιευτικός λογαριασμόςapotamieftikós logariasmóssavings account

Declension

Declension of αποταμιευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποταμιευτικός (apotamieftikós) αποταμιευτική (apotamieftikí) αποταμιευτικό (apotamieftikó) αποταμιευτικοί (apotamieftikoí) αποταμιευτικές (apotamieftikés) αποταμιευτικά (apotamieftiká)
genitive αποταμιευτικού (apotamieftikoú) αποταμιευτικής (apotamieftikís) αποταμιευτικού (apotamieftikoú) αποταμιευτικών (apotamieftikón) αποταμιευτικών (apotamieftikón) αποταμιευτικών (apotamieftikón)
accusative αποταμιευτικό (apotamieftikó) αποταμιευτική (apotamieftikí) αποταμιευτικό (apotamieftikó) αποταμιευτικούς (apotamieftikoús) αποταμιευτικές (apotamieftikés) αποταμιευτικά (apotamieftiká)
vocative αποταμιευτικέ (apotamieftiké) αποταμιευτική (apotamieftikí) αποταμιευτικό (apotamieftikó) αποταμιευτικοί (apotamieftikoí) αποταμιευτικές (apotamieftikés) αποταμιευτικά (apotamieftiká)

Further reading