Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αποταμιεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αποταμιεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αποταμιεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
αποταμιεύω you have here. The definition of the word
αποταμιεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αποταμιεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.po.ta.miˈe.vo/
- Hyphenation: α‧πο‧τα‧μι‧εύω
Verb
αποταμιεύω • (apotamiévo) (past αποταμίευσα, passive αποταμιεύομαι)
- (finance) to save, save up
- to reserve, put to one side
- Synonym: αποθηκεύω (apothikévo)
Conjugation
αποταμιεύω αποταμιεύομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
αποταμιεύω
|
αποταμιεύσω
|
αποταμιεύομαι
|
αποταμιευτώ, αποταμιευθώ
|
2 sg
|
αποταμιεύεις
|
αποταμιεύσεις
|
αποταμιεύεσαι
|
αποταμιευτείς, αποταμιευθείς
|
3 sg
|
αποταμιεύει
|
αποταμιεύσει
|
αποταμιεύεται
|
αποταμιευτεί, αποταμιευθεί
|
|
1 pl
|
αποταμιεύουμε, [‑ομε]
|
αποταμιεύσουμε, [‑ομε]
|
αποταμιευόμαστε
|
αποταμιευτούμε, αποταμιευθούμε
|
2 pl
|
αποταμιεύετε
|
αποταμιεύσετε
|
αποταμιεύεστε, αποταμιευόσαστε
|
αποταμιευτείτε, αποταμιευθείτε
|
3 pl
|
αποταμιεύουν(ε)
|
αποταμιεύσουν(ε)
|
αποταμιεύονται
|
αποταμιευτούν(ε), αποταμιευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
αποταμίευα
|
αποταμίευσα
|
αποταμιευόμουν(α)
|
αποταμιεύτηκα, αποταμιεύθηκα
|
2 sg
|
αποταμίευες
|
αποταμίευσες
|
αποταμιευόσουν(α)
|
αποταμιεύτηκες, αποταμιεύθηκες
|
3 sg
|
αποταμίευε
|
αποταμίευσε
|
αποταμιευόταν(ε)
|
αποταμιεύτηκε, αποταμιεύθηκε
|
|
1 pl
|
αποταμιεύαμε
|
αποταμιεύσαμε
|
αποταμιευόμασταν, (‑όμαστε)
|
αποταμιευτήκαμε, αποταμιευθήκαμε
|
2 pl
|
αποταμιεύατε
|
αποταμιεύσατε
|
αποταμιευόσασταν, (‑όσαστε)
|
αποταμιευτήκατε, αποταμιευθήκατε
|
3 pl
|
αποταμίευαν, αποταμιεύαν(ε)
|
αποταμίευσαν, αποταμιεύσαν(ε)
|
αποταμιεύονταν, (αποταμιευόντουσαν)
|
αποταμιεύτηκαν, αποταμιευτήκαν(ε), αποταμιεύθηκαν, αποταμιευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα αποταμιεύω ➤
|
θα αποταμιεύσω ➤
|
θα αποταμιεύομαι ➤
|
θα αποταμιευτώ / αποταμιευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα αποταμιεύεις, …
|
θα αποταμιεύσεις, …
|
θα αποταμιεύεσαι, …
|
θα αποταμιευτείς / αποταμιευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … αποταμιεύσει έχω, έχεις, … αποταμιευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί είμαι, είσαι, … αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … αποταμιεύσει είχα, είχες, … αποταμιευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί ήμουν, ήσουν, … αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … αποταμιεύσει θα έχω, θα έχεις, … αποταμιευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … αποταμιευτεί / αποταμιευθεί θα είμαι, θα είσαι, … αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
αποταμίευε
|
αποταμίευσε
|
—
|
αποταμιεύσου
|
2 pl
|
αποταμιεύετε
|
αποταμιεύστε
|
αποταμιεύεστε
|
αποταμιευτείτε, αποταμιευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
αποταμιεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας αποταμιεύσει ➤
|
αποταμιευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
αποταμιεύσει
|
αποταμιευτεί, αποταμιευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|