αποτροπιαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αποτροπιαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αποτροπιαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αποτροπιαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word αποτροπιαστικός you have here. The definition of the word αποτροπιαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαποτροπιαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αποτροπιαστικός (apotropiastikósm (feminine αποτροπιαστική, neuter αποτροπιαστικό)

  1. abhorrent, revolting, disgusting, repulsive

Declension

Declension of αποτροπιαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποτροπιαστικός (apotropiastikós) αποτροπιαστική (apotropiastikí) αποτροπιαστικό (apotropiastikó) αποτροπιαστικοί (apotropiastikoí) αποτροπιαστικές (apotropiastikés) αποτροπιαστικά (apotropiastiká)
genitive αποτροπιαστικού (apotropiastikoú) αποτροπιαστικής (apotropiastikís) αποτροπιαστικού (apotropiastikoú) αποτροπιαστικών (apotropiastikón) αποτροπιαστικών (apotropiastikón) αποτροπιαστικών (apotropiastikón)
accusative αποτροπιαστικό (apotropiastikó) αποτροπιαστική (apotropiastikí) αποτροπιαστικό (apotropiastikó) αποτροπιαστικούς (apotropiastikoús) αποτροπιαστικές (apotropiastikés) αποτροπιαστικά (apotropiastiká)
vocative αποτροπιαστικέ (apotropiastiké) αποτροπιαστική (apotropiastikí) αποτροπιαστικό (apotropiastikó) αποτροπιαστικοί (apotropiastikoí) αποτροπιαστικές (apotropiastikés) αποτροπιαστικά (apotropiastiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποτροπιαστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποτροπιαστικός, etc.)

Further reading