αποφασισμένος • (apofasisménos) m (feminine αποφασισμένη, neuter αποφασισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποφασισμένος • | αποφασισμένη • | αποφασισμένο • | αποφασισμένοι • | αποφασισμένες • | αποφασισμένα • |
genitive | αποφασισμένου • | αποφασισμένης • | αποφασισμένου • | αποφασισμένων • | αποφασισμένων • | αποφασισμένων • |
accusative | αποφασισμένο • | αποφασισμένη • | αποφασισμένο • | αποφασισμένους • | αποφασισμένες • | αποφασισμένα • |
vocative | αποφασισμένε • | αποφασισμένη • | αποφασισμένο • | αποφασισμένοι • | αποφασισμένες • | αποφασισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποφασισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποφασισμένος, etc.) |