απροετοίμαστος • (aproetoímastos) m (feminine απροετοίμαστη, neuter απροετοίμαστο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απροετοίμαστος (aproetoímastos) | απροετοίμαστη (aproetoímasti) | απροετοίμαστο (aproetoímasto) | απροετοίμαστοι (aproetoímastoi) | απροετοίμαστες (aproetoímastes) | απροετοίμαστα (aproetoímasta) | |
genitive | απροετοίμαστου (aproetoímastou) | απροετοίμαστης (aproetoímastis) | απροετοίμαστου (aproetoímastou) | απροετοίμαστων (aproetoímaston) | απροετοίμαστων (aproetoímaston) | απροετοίμαστων (aproetoímaston) | |
accusative | απροετοίμαστο (aproetoímasto) | απροετοίμαστη (aproetoímasti) | απροετοίμαστο (aproetoímasto) | απροετοίμαστους (aproetoímastous) | απροετοίμαστες (aproetoímastes) | απροετοίμαστα (aproetoímasta) | |
vocative | απροετοίμαστε (aproetoímaste) | απροετοίμαστη (aproetoímasti) | απροετοίμαστο (aproetoímasto) | απροετοίμαστοι (aproetoímastoi) | απροετοίμαστες (aproetoímastes) | απροετοίμαστα (aproetoímasta) |