απρομελέτητος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word απρομελέτητος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word απρομελέτητος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say απρομελέτητος in singular and plural. Everything you need to know about the word απρομελέτητος you have here. The definition of the word απρομελέτητος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαπρομελέτητος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

απρομελέτητος (apromelétitosm (feminine απρομελέτητη, neuter απρομελέτητο)

  1. unintentional, unpremeditated
    Synonyms: ασχεδίαστος (aschedíastos), απροσχεδίαστος (aproschedíastos)

Declension

singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απρομελέτητος (apromelétitos) απρομελέτητη (apromelétiti) απρομελέτητο (apromelétito) απρομελέτητοι (apromelétitoi) απρομελέτητες (apromelétites) απρομελέτητα (apromelétita)
genitive απρομελέτητου (apromelétitou) απρομελέτητης (apromelétitis) απρομελέτητου (apromelétitou) απρομελέτητων (apromelétiton) απρομελέτητων (apromelétiton) απρομελέτητων (apromelétiton)
accusative απρομελέτητο (apromelétito) απρομελέτητη (apromelétiti) απρομελέτητο (apromelétito) απρομελέτητους (apromelétitous) απρομελέτητες (apromelétites) απρομελέτητα (apromelétita)
vocative απρομελέτητε (apromelétite) απρομελέτητη (apromelétiti) απρομελέτητο (apromelétito) απρομελέτητοι (apromelétitoi) απρομελέτητες (apromelétites) απρομελέτητα (apromelétita)

Further reading