αργονόητος • (argonóitos) m (feminine αργονόητη, neuter αργονόητο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αργονόητος (argonóitos) | αργονόητη (argonóiti) | αργονόητο (argonóito) | αργονόητοι (argonóitoi) | αργονόητες (argonóites) | αργονόητα (argonóita) | |
genitive | αργονόητου (argonóitou) | αργονόητης (argonóitis) | αργονόητου (argonóitou) | αργονόητων (argonóiton) | αργονόητων (argonóiton) | αργονόητων (argonóiton) | |
accusative | αργονόητο (argonóito) | αργονόητη (argonóiti) | αργονόητο (argonóito) | αργονόητους (argonóitous) | αργονόητες (argonóites) | αργονόητα (argonóita) | |
vocative | αργονόητε (argonóite) | αργονόητη (argonóiti) | αργονόητο (argonóito) | αργονόητοι (argonóitoi) | αργονόητες (argonóites) | αργονόητα (argonóita) |