αργός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αργός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αργός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αργός in singular and plural. Everything you need to know about the word αργός you have here. The definition of the word αργός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαργός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Ancient Greek ᾱ̓ργός (ārgós, idle, slow).

Pronunciation

Adjective

αργός (argósm (feminine αργή, neuter αργό)

  1. slow (acting slowly)
    είναι πολύ αργός.eínai polý argós.He is very slow.
  2. idle, slack
  3. (figuratively, literally) crude
    Το αργό πετρέλαιο.To argó petrélaio.Crude oil.
    Αν μπορώ να είμαι αργός...An boró na eímai argós...If I may be crude...

Declension

Declension of αργός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργός (argós) αργή (argí) αργό (argó) αργοί (argoí) αργές (argés) αργά (argá)
genitive αργού (argoú) αργής (argís) αργού (argoú) αργών (argón) αργών (argón) αργών (argón)
accusative αργό (argó) αργή (argí) αργό (argó) αργούς (argoús) αργές (argés) αργά (argá)
vocative αργέ (argé) αργή (argí) αργό (argó) αργοί (argoí) αργές (argés) αργά (argá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αργός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αργός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργότερος (argóteros) αργότερη (argóteri) αργότερο (argótero) αργότεροι (argóteroi) αργότερες (argóteres) αργότερα (argótera)
genitive αργότερου (argóterou) αργότερης (argóteris) αργότερου (argóterou) αργότερων (argóteron) αργότερων (argóteron) αργότερων (argóteron)
accusative αργότερο (argótero) αργότερη (argóteri) αργότερο (argótero) αργότερους (argóterous) αργότερες (argóteres) αργότερα (argótera)
vocative αργότερε (argótere) αργότερη (argóteri) αργότερο (argótero) αργότεροι (argóteroi) αργότερες (argóteres) αργότερα (argótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αργότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργότατος (argótatos) αργότατη (argótati) αργότατο (argótato) αργότατοι (argótatoi) αργότατες (argótates) αργότατα (argótata)
genitive αργότατου (argótatou) αργότατης (argótatis) αργότατου (argótatou) αργότατων (argótaton) αργότατων (argótaton) αργότατων (argótaton)
accusative αργότατο (argótato) αργότατη (argótati) αργότατο (argótato) αργότατους (argótatous) αργότατες (argótates) αργότατα (argótata)
vocative αργότατε (argótate) αργότατη (argótati) αργότατο (argótato) αργότατοι (argótatoi) αργότατες (argótates) αργότατα (argótata)

Further reading

Anagrams