From Ancient Greek Άρης (Árēs, “Mars”)
αρειανός • (areianós) m (feminine αρειανή, neuter αρειανό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρειανός • | αρειανή • | αρειανό • | αρειανοί • | αρειανές • | αρειανά • |
genitive | αρειανού • | αρειανής • | αρειανού • | αρειανών • | αρειανών • | αρειανών • |
accusative | αρειανό • | αρειανή • | αρειανό • | αρειανούς • | αρειανές • | αρειανά • |
vocative | αρειανέ • | αρειανή • | αρειανό • | αρειανοί • | αρειανές • | αρειανά • |
αρειανός • (areianós) m (plural αρειανοί)
From Ancient Greek Άρειος (Áreios, “Arius”)
αρειανός • (areianós) m (plural αρειανοί)