αριθμητός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αριθμητός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αριθμητός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αριθμητός in singular and plural. Everything you need to know about the word αριθμητός you have here. The definition of the word αριθμητός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαριθμητός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αριθμητός (arithmitósm (feminine αριθμητή, neuter αριθμητό)

  1. enumerable, countable
    Synonyms: αριθμήσιμος (arithmísimos), μετρήσιμος (metrísimos)

Declension

Declension of αριθμητός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριθμητός (arithmitós) αριθμητή (arithmití) αριθμητό (arithmitó) αριθμητοί (arithmitoí) αριθμητές (arithmités) αριθμητά (arithmitá)
genitive αριθμητού (arithmitoú) αριθμητής (arithmitís) αριθμητού (arithmitoú) αριθμητών (arithmitón) αριθμητών (arithmitón) αριθμητών (arithmitón)
accusative αριθμητό (arithmitó) αριθμητή (arithmití) αριθμητό (arithmitó) αριθμητούς (arithmitoús) αριθμητές (arithmités) αριθμητά (arithmitá)
vocative αριθμητέ (arithmité) αριθμητή (arithmití) αριθμητό (arithmitó) αριθμητοί (arithmitoí) αριθμητές (arithmités) αριθμητά (arithmitá)