αριθμητός • (arithmitós) m (feminine αριθμητή, neuter αριθμητό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αριθμητός (arithmitós) | αριθμητή (arithmití) | αριθμητό (arithmitó) | αριθμητοί (arithmitoí) | αριθμητές (arithmités) | αριθμητά (arithmitá) | |
genitive | αριθμητού (arithmitoú) | αριθμητής (arithmitís) | αριθμητού (arithmitoú) | αριθμητών (arithmitón) | αριθμητών (arithmitón) | αριθμητών (arithmitón) | |
accusative | αριθμητό (arithmitó) | αριθμητή (arithmití) | αριθμητό (arithmitó) | αριθμητούς (arithmitoús) | αριθμητές (arithmités) | αριθμητά (arithmitá) | |
vocative | αριθμητέ (arithmité) | αριθμητή (arithmití) | αριθμητό (arithmitó) | αριθμητοί (arithmitoí) | αριθμητές (arithmités) | αριθμητά (arithmitá) |