Hello, you have come here looking for the meaning of the word
αριθμός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
αριθμός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
αριθμός in singular and plural. Everything you need to know about the word
αριθμός you have here. The definition of the word
αριθμός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
αριθμός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
From the Ancient Greek ἀρῐθμός (arithmós).
Pronunciation
- IPA(key):
- Hyphenation: α‧ριθ‧μός
Noun
αριθμός • (arithmós) m (plural αριθμοί)
- (mathematics) numeral, number
- Synonyms: νούμερο (noúmero), Αρ. (Ar.), Αριθ. (Arith.), αριθ. (arith.), αριθμ. (arithm.)
- (informal) A telephone number.
Θες να μου δώσεις τον αριθμό σου;- Thes na mou dóseis ton arithmó sou?
- Want to give me your number?
Declension
Coordinate terms
Derived terms
- αναριθμητισμός m (anarithmitismós, “renumbering”)
- αναρίθμητος (anaríthmitos, “innumerable, countless”, adjective)
- αντίστροφος αριθμός m (antístrofos arithmós, “reciprocal number”)
- απαρίθμηση (aparíthmisi, “enumeration, recitation”)
- απαριθμώ (aparithmó, “to enumerate, to count”)
- απειράριθμος (apeirárithmos, “innumerable, countless”, adjective)
- απόλυτος αριθμός m (apólytos arithmós, “cardinal numeral”)
- αρίθμηση f (aríthmisi, “numbering, numeration”)
- αριθμήσιμος (arithmísimos, “enumerable”)
- αριθμητήρας m (arithmitíras, “numbering machine”)
- αριθμητήριο n (arithmitírio, “abacus”)
- αριθμητής m (arithmitís, “numerator; counter”)
- αριθμητική f (arithmitikí, “arithmetic”)
- αριθμητικός (arithmitikós, “arithmetical, numerical”, adjective)
- αριθμητός (arithmitós, “enumerable”)
- αριθμολογία f (arithmología, “numerology”)
- αριθμομαντεία f (arithmomanteía, “numerology”)
- αριθμομηχανή f (arithmomichaní, “calculator”)
- αριθμομνήμονας m or f (arithmomnímonas, “arithmetician”)
- αριθμομνήμων (arithmomnímon, “numerate”, adjective)
- αριθμός φορολογικού μητρώου m (arithmós forologikoú mitróou, “tax registration number”)
- αριθμώ (arithmó, “to number, to enumerate”)
- άρρητος αριθμός m (árritos arithmós, “irrational number”)
- αύξων αριθμός m (áfxon arithmós, “serial number”)
- ΑΦΜ m (AFM, “tax registration number”)
- μιγαδικός αριθμός m (migadikós arithmós, “complex number”)
- πληθάριθμος m (plithárithmos, “cardinal number”)
- πληθικός αριθμός m (plithikós arithmós, “cardinal number”)
- πραγματικός αριθμός m (pragmatikós arithmós, “real number”)
- πρώτος αριθμός m (prótos arithmós, “prime number”)
- φανταστικός αριθμός m (fantastikós arithmós, “imaginary number”)