αριστούχος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word αριστούχος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word αριστούχος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say αριστούχος in singular and plural. Everything you need to know about the word αριστούχος you have here. The definition of the word αριστούχος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofαριστούχος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

αριστούχος (aristoúchosm (feminine αριστούχη, neuter αριστούχο)

  1. distinguished, prize-winning

Declension

Declension of αριστούχος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αριστούχος (aristoúchos) αριστούχος (aristoúchos)
αριστούχα (aristoúcha)
αριστούχο (aristoúcho) αριστούχοι (aristoúchoi) αριστούχοι (aristoúchoi)
αριστούχες (aristoúches)
αριστούχα (aristoúcha)
genitive αριστούχου (aristoúchou) αριστούχου (aristoúchou)
αριστούχας (aristoúchas)
αριστούχου (aristoúchou) αριστούχων (aristoúchon) αριστούχων (aristoúchon) αριστούχων (aristoúchon)
accusative αριστούχο (aristoúcho) αριστούχο (aristoúcho)
αριστούχα (aristoúcha)
αριστούχο (aristoúcho) αριστούχους (aristoúchous) αριστούχους (aristoúchous)
αριστούχες (aristoúches)
αριστούχα (aristoúcha)
vocative αριστούχε (aristoúche) αριστούχε (aristoúche)
αριστούχα (aristoúcha)
αριστούχο (aristoúcho) αριστούχοι (aristoúchoi) αριστούχοι (aristoúchoi)
αριστούχες (aristoúches)
αριστούχα (aristoúcha)
  • see: άριστος (áristos, first-rate, excellent, adjective)

Further reading