αριστούχος • (aristoúchos) m (feminine αριστούχη, neuter αριστούχο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αριστούχος (aristoúchos) | αριστούχος (aristoúchos) αριστούχα (aristoúcha) |
αριστούχο (aristoúcho) | αριστούχοι (aristoúchoi) | αριστούχοι (aristoúchoi) αριστούχες (aristoúches) |
αριστούχα (aristoúcha) | |
genitive | αριστούχου (aristoúchou) | αριστούχου (aristoúchou) αριστούχας (aristoúchas) |
αριστούχου (aristoúchou) | αριστούχων (aristoúchon) | αριστούχων (aristoúchon) | αριστούχων (aristoúchon) | |
accusative | αριστούχο (aristoúcho) | αριστούχο (aristoúcho) αριστούχα (aristoúcha) |
αριστούχο (aristoúcho) | αριστούχους (aristoúchous) | αριστούχους (aristoúchous) αριστούχες (aristoúches) |
αριστούχα (aristoúcha) | |
vocative | αριστούχε (aristoúche) | αριστούχε (aristoúche) αριστούχα (aristoúcha) |
αριστούχο (aristoúcho) | αριστούχοι (aristoúchoi) | αριστούχοι (aristoúchoi) αριστούχες (aristoúches) |
αριστούχα (aristoúcha) |