From Ancient Greek ἀρσενικός (arsenikós, “male, masculine”).
αρσενικός • (arsenikós) m (feminine αρσενική or αρσενικιά, neuter αρσενικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρσενικός • | αρσενική • / αρσενικιά • | αρσενικό • | αρσενικοί • | αρσενικές • | αρσενικά • |
genitive | αρσενικού • | αρσενικής • / αρσενικιάς • | αρσενικού • | αρσενικών • | αρσενικών • | αρσενικών • |
accusative | αρσενικό • | αρσενική • / αρσενικιά • | αρσενικό • | αρσενικούς • | αρσενικές • | αρσενικά • |
vocative | αρσενικέ • | αρσενική • / αρσενικιά • | αρσενικό • | αρσενικοί • | αρσενικές • | αρσενικά • |