From αρχαίος (archaíos, “ancient”) + ελληνικός (ellinikós, “Greek”).
αρχαιοελληνικός • (archaioellinikós) m (feminine αρχαιοελληνική, neuter αρχαιοελληνικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχαιοελληνικός • | αρχαιοελληνική • | αρχαιοελληνικό • | αρχαιοελληνικοί • | αρχαιοελληνικές • | αρχαιοελληνικά • |
genitive | αρχαιοελληνικού • | αρχαιοελληνικής • | αρχαιοελληνικού • | αρχαιοελληνικών • | αρχαιοελληνικών • | αρχαιοελληνικών • |
accusative | αρχαιοελληνικό • | αρχαιοελληνική • | αρχαιοελληνικό • | αρχαιοελληνικούς • | αρχαιοελληνικές • | αρχαιοελληνικά • |
vocative | αρχαιοελληνικέ • | αρχαιοελληνική • | αρχαιοελληνικό • | αρχαιοελληνικοί • | αρχαιοελληνικές • | αρχαιοελληνικά • |