αρχαιομαθής • (archaiomathís) m (feminine αρχαιομαθής, neuter αρχαιομαθές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρχαιομαθής • | αρχαιομαθής • | αρχαιομαθές • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθή • |
genitive | αρχαιομαθούς • / αρχαιομαθή • | αρχαιομαθούς • | αρχαιομαθούς • | αρχαιομαθών • | αρχαιομαθών • | αρχαιομαθών • |
accusative | αρχαιομαθή • | αρχαιομαθή • | αρχαιομαθές • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθή • |
vocative | αρχαιομαθή • / αρχαιομαθής • | αρχαιομαθής • | αρχαιομαθές • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθείς • | αρχαιομαθή • |