αρχαιόφιλος • (archaiófilos) m (feminine αρχαιόφιλη, neuter αρχαιόφιλο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αρχαιόφιλος (archaiófilos) | αρχαιόφιλη (archaiófili) | αρχαιόφιλο (archaiófilo) | αρχαιόφιλοι (archaiófiloi) | αρχαιόφιλες (archaiófiles) | αρχαιόφιλα (archaiófila) | |
genitive | αρχαιόφιλου (archaiófilou) | αρχαιόφιλης (archaiófilis) | αρχαιόφιλου (archaiófilou) | αρχαιόφιλων (archaiófilon) | αρχαιόφιλων (archaiófilon) | αρχαιόφιλων (archaiófilon) | |
accusative | αρχαιόφιλο (archaiófilo) | αρχαιόφιλη (archaiófili) | αρχαιόφιλο (archaiófilo) | αρχαιόφιλους (archaiófilous) | αρχαιόφιλες (archaiófiles) | αρχαιόφιλα (archaiófila) | |
vocative | αρχαιόφιλε (archaiófile) | αρχαιόφιλη (archaiófili) | αρχαιόφιλο (archaiófilo) | αρχαιόφιλοι (archaiófiloi) | αρχαιόφιλες (archaiófiles) | αρχαιόφιλα (archaiófila) |